Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντιμώ — ἐντιμῶ, άω (Α) 1. συνυπολογίζω («ἐς τὰς προῑκας ἐντετιμῆσθαι») 2. διατιμώ προικώο … Dictionary of Greek
Ἐντίμῳ — Ἔντιμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)